-
1 цветок
-
2 цветок
бот. το άνθος, το λουλούδιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цветок
-
3 георгин
-
4 бутоньерка
бутоньеркаж λουλούδι τής μπουτονιέ-ρας. -
5 засушивать
засушиватьнесов, засушить сов ἀποξηραίνω, ξηραίνω:\засушивать цветок ἀποξηραίνω τό ἀνθος, ξηραίνω τό λουλούδι. -
6 цветок
цвет||окм τό ἄνθος, τό λουλούδι:полевые \цветокы τά ἀγριολούλουδα· живые \цветокы τά φυσικά ἄνθη· искусственные \цветокы τά τεχνητά λουλούδια· собирать \цветокы μαζεύω λουλούδια. -
7 цветок
[τσβιτόκ] ουσ. α. άνθος, λουλούδι -
8 цветок
[τσβιτόκ] ουσ α άνθος, λουλούδι -
9 бутоньерка
-и θ.μπουτονιέρα,κουμπότρυπα για το λουλούδι. -
10 вероника
-и θ.η βερονίκη (λουλούδι). -
11 гвоздика
-и θ.1. γαρυφαλλιά.2. γαρύφαλλο (λουλούδι• ή άρτυμα). -
12 георгин
-а α. κ. георгина, -ы θ. δάλεια, δαλία, ντάλια (φυτό κ. λουλούδι). -
13 двулепестный
επ.διπέταλος•двулепестный цветок διπέταλο λουλούδι.
-
14 колдовской
επ.1. μαγικός•-бе искусство η μαγική τέχνη•
колдовской цветок μαγικό λουλούδι.
2. μτφ. μαγευτικός, γοητευτικός, θελκτικός, σαγηνευτικός. -
15 мальвовый
επ.της μαλάχης, της μολόχας•-цветок λουλούδι μολόχας.
|| ουσ. πλθ. -ые τα μαλαχοειδή. -
16 никлый
επ.μαραμένος•никлый цветок μαραμένο λουλούδι.
-
17 нюхать
ρ.σ.μ.1. οσφραίνομαι, μυρίζω•цветок, духи μυρίζω το λουλούδι, τα αρώματα•
нюхать воздух μυρίζω τον αέρα.
|| ρουφώ με τη μύτη• τραβώ πρέζα.2. μτφ. δοκιμάζω, γεύομαι, γνωρίζω.εκφρ.пороху не -ал – είναι άκαπνος (απειροπόλεμος). -
18 пахнуть
пахнуть 1-ну, -нешь, παρλθ. χρ. пах-ла, -лоρ.δ.1. μυρίζω•цветок -ет прекрасно το λουλούδι μυρίζει θαυμάσια•
как нехорошо -ет! (απρόσ.) τι άσχημα που μυρίζει!•
дурно -ет! (απρόσ.) βρωμάει!
2. προαισθάνομαι, υποψιάζομαι•-ет ссорой μυρίζει καβγάς.
εκφρ.- ет порохом – μυρίζει μπαρούτι (πόλεμος)•чтобы духом не пахло – (παλ. κ. απλ.) ξεκουμπίσου απ εδώ, φύγε απ εδώ να ξεβρωμίσει ο τόπος.пахнуть 2-нетρ.σ.φυσώ•ветер -ул άνεμος φύσηξε.
-
19 персиковый
επ.της ροδακινιάς• του ροδάκινου•персиковый цветок λουλούδι ροδακιν ιάς•
-ая косточка κουκούτσι ροδάκ.ινου•
-ое дерево η ροδακινιά.
-
20 поблёклый
επ.μαραμένος•поблёклый цветок μαραμένο λουλούδι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λουλούδι — και λελούδι και λούλουδο, το (Μ λουλούδιν και λουλούδι) το μέρος τού φυτού που περιλαμβάνει τα όργανα τής αναπαραγωγής του και στο οποίο αναπτύσσεται ο καρπός, το άνθος 2. καθετί ωραίο και αγαπητό, κόσμημα, στολίδι («λουλούδι τής Μονεμβασιάς και… … Dictionary of Greek
λουλούδι — το ιού 1. το άνθος: Στόλισαν τον Επιτάφιο με λευκά λουλούδια. 2. μτφ., αγαπημένο πρόσωπο: Ήρθες λουλούδι μου; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαμολούλουδο — το, Ν χαμηλό λουλούδι, λουλούδι που μόλις προβάλλει από το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. και λ. χαμ[αι] ) + λουλούδι] … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθοδέσμη — Η ταξινόμηση των λουλουδιών με κατάλληλο συνδυασμό χρωμάτων και σχήματος, έτσι ώστε να αποτελούν αρμονικό σύνολο, ευχάριστο από αισθητική άποψη. Μία από τις προϋποθέσεις για την επιτυχημένη κατασκευή α. είναι ο τονισμός του φυσικού κάλλους του… … Dictionary of Greek
επανθεμίζω — ἐπανθεμίζω (Α) πετώ σαν μέλισσα από λουλούδι σε λουλούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανθεμίζω (< άνθεμον «άνθος»] … Dictionary of Greek
Ζεν — Μία από τις πολυάριθμες βουδιστικές αιρέσεις, που στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η αυτοσυγκέντρωση αποτελεί τη βασική πηγή του εσωτερικού φωτισμού. Πρόκειται για ιαπωνική λέξη, που προέρχεται από την κινεζική τσαν, που με τη σειρά της προέρχεται… … Dictionary of Greek
λουλουδίζω — και λουλουδιάζω λουλούδι(α)σα, λουλουδι(α)σμένος 1. ανθίζω: Την άνοιξη λουλουδιάζει ο τόπος. 2. μτφ., ακμάζω: Η χώρα λουλούδιζε πριν τον πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υάκινθος — ο 1. το καλλωπιστικό φυτό ζουμπούλι ή γιούλι καθώς και το λουλούδι του. 2. ημιπολύτιμος λίθος διαφανής και κιτρινοκόκκινος, παραλλαγή του ζιρκονίου. 3. ως κύρ. όν., Υάκινθος νέος της ελληνικής μυθολογίας ξακουστός για την ομορφιά του, που μετά το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαμολούλουδο — το το χαμηλό λουλούδι, το μικρό λουλούδι: Μαζεύουν χαμολούλουδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρυσολούλουδο — το χρυσό λουλούδι, λουλούδι με χρυσωπή λάμψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)